καττύπτεσθε

καττύπτεσθε
κατά-τύπτω
beat
pres imperat mp 2nd pl
κατά-τύπτω
beat
pres ind mp 2nd pl
κατά-τύπτω
beat
imperf ind mp 2nd pl (homeric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατατύπτω — (Α) (επιτ. τ. τού τύπτω*) 1. χτυπώ κάτι πολύ, πλήττω κάτι μέχρις ότου σπάσει 2. μέσ. κατατύπτομαι και αιολ. τ. καττύπτομαι χτυπώ το στήθος μου, στερνοκοπούμαι, στηθοκοπούμαι, χτυπιέμαι («καττύπτεσθε, κόραι», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύπτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”